- περβόλι
- arbour
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
περβόλι — το βλ. περιβόλι … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… … Dictionary of Greek
περιβόλι — I Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12τ. χλμ., κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 490 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού του … Dictionary of Greek
σιτάρι — Βλ. λ.στάρι. * * * το / σιτάριον, ΝΜΑ, και στάρι Ν νεοελλ. 1. βοτ. κοινή σήμερα ονομασία τών ειδών τού γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών triticum, που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη, αλλ. σίτος 2. ο καρπός τού παραπάνω… … Dictionary of Greek
υφαίρεση — Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους… … Dictionary of Greek
υφαίρεση — η 1. υφαρπαγή, υπεξαίρεση, υποκλοπή, σούφρωμα. 2. αφαίρεση (βλ. λ.). 3. (γραμμ.), η αποβολή φθόγγου στη μέση λέξης, η συγκοπή, π.χ. περιβόλι περβόλι, πέρυσι πέρσι, σκόροδο σκόρδο. 4. (μαθ.), αριθμητική πράξη για την εύρεση του τόκου που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)